ὀψί-τυχος, spät erlangt, πίστις, Maneth. 5, 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψίτυχος — ον, Α αυτός που έχει μεγάλη τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + τυχος (< τύχη), πρβλ. ὀψί τυχος] … Dictionary of Greek
οψίτυχος — ὀψίτυχος, ον (Α) επιτυχής μετά από πολύ χρόνο καθυστερημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + τυχος (< τύχη)] … Dictionary of Greek