ὀψι-ανθής

ὀψι-ανθής

ὀψι-ανθής, ές, spät blühend, Theophr., Ggstz πρωϊανϑής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οψιανθής — ές (Α ὀψιανθής, ές) αυτός που ανθεί αργά, καθυστερημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. ὀψέ) + ανθής (< ἄνθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”