ὀψι-μαθής

ὀψι-μαθής

ὀψι-μαθής, ές, spät lernend, einsehend, τινός, Isocr. 12, 96; Plat. Soph. 251 b; τῆς ἀδικίας, Rep. III, 409 b; τῶν πλεονεξιῶν, Xen. Cyr. 1, 6, 35, vgl. 3, 3, 37; Plut. Cat. mai. 2; bes. mit dem spät Erlernten Prunk treibend, kleinlich stolz darauf seiend, Cic. fam. 9, 20, 2; Luc. de salt. 32; auch das spät Erlernte nicht recht verstehend od. verkehrt anwendend, Pol. 12, 9, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • οψιμαθής — ές (Α ὀψιμαθής, ές) αυτός που διδάχθηκε και έμαθε κάτι σε προχωρημένη ηλικία, καθυστερημένα («τῶν γερόντων τοῑς ὀψιμαθέσι», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που εφαρμόζει με άσχημο τρόπο τα όσα έμαθε 2. (με υποτιμητική σημ.) αυτός που επιδιώκει να μάθει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”