ὀψ-αρότης

ὀψ-αρότης

ὀψ-αρότης, , der spät Pflügende, Hes. O. 492.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρότης — ἀρότης, ο (Α) [αρώ] αυτός που οργώνει …   Dictionary of Greek

  • ἀρότης — workmen masc nom sg ἀροτήρ plougher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρόται — ἀρότης workmen masc nom/voc pl ἀρότᾱͅ , ἀρότης workmen masc dat sg (doric aeolic) ἀροτήρ plougher masc nom/voc pl ἀρότᾱͅ , ἀροτήρ plougher masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτῶν — ἀρότης workmen masc gen pl ἀροτήρ plougher masc gen pl ἀροτός arable fem gen pl ἀροτός arable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρόταις — ἀρότης workmen masc dat pl ἀροτήρ plougher masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρότην — ἀρότης workmen masc acc sg (attic epic ionic) ἀ̱ρότην , ἀρόω plough imperf ind act 3rd dual (doric aeolic) ἀρόω plough imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) ἀροτήρ plougher masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρότῃσιν — ἀρότης workmen masc dat pl (epic ionic) ἀροτήρ plougher masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωηρότης — ου, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που πρώτος ή που πολύ νωρίς όργωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῳΐ / πρῴ + ἀρότης (< ἀρῶ «οργώνω»), πρβλ. οψ αρότης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ἀρότας — ἀρότᾱς , ἀρότης workmen masc acc pl ἀρότᾱς , ἀρότης workmen masc nom sg (epic doric aeolic) ἀρότᾱς , ἀροτήρ plougher masc acc pl ἀρότᾱς , ἀροτήρ plougher masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρότᾳ — ἀρόται , ἀρότης workmen masc nom/voc pl ἀρότᾱͅ , ἀρότης workmen masc dat sg (doric aeolic) ἀρόται , ἀροτήρ plougher masc nom/voc pl ἀρότᾱͅ , ἀροτήρ plougher masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρώ — ἀρῶ ( όω) (Α) 1. οργώνω, καλλιεργώ 2. σπείρω 3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ 4. παθ. ( ούμαι) γεννιέμαι 5. μέσ. καρπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”