ὀψαρίδιον, τό, dim. von ὀψάριον, E. M., Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψαρίδιον — ὀψαρίδιον, τὸ (ΑΜ) [οψάριον] μικρό ψάρι, ψαράκι … Dictionary of Greek
ὀψαρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρίδια — ὀψαρίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)