ἀχάνη

ἀχάνη

ἀχάνη, , ein persisches, auch böotisches Getreidemaaß, = 45 μέδιμνοι, Ar. Ach. 108. – Eigtl. ein Kasten, Plut. Arat. 6; vgl. Schol. Ar. a. a. O.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αχάνη — ἀχάνη, η (Α) 1. περσικό και βοιωτικό μέτρο ισοδύναμο με 45 μεδίμνους 2. κιβώτιο, κουτί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. < (ακκαδ.) hanū < (αιγυπτ.) hn «κιβώτιο, μπαούλο»] …   Dictionary of Greek

  • ἀχάνη — ἀχ̱άνη , ἀχάνη Boeotian fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχανῆ — ἀχανής not opening the mouth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀχανής not opening the mouth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀχανής not opening the mouth masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ἀχάναι — ἀχ̱άναι , ἀχάνη Boeotian fem nom/voc pl ἀχ̱άνᾱͅ , ἀχάνη Boeotian fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχάνας — ἀχ̱άνᾱς , ἀχάνη Boeotian fem acc pl ἀχ̱άνᾱς , ἀχάνη Boeotian fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπειρο- — (I) [ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (Ι). Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό αρκετών λέξεων της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και σημαίνει αυτόν που δεν έχει πείρα, δεν γνωρίζει, έχει άγνοια ως προς ό,τι δηλώνει το β συνθετικό της λέξης πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • Γκόρκι, Μαξίμ — (Maksim Gorky, Νίζνι Νόβγκοροντ 1868 – Μόσχα 1936). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ. Ήταν γόνος οικογένειας βιοτεχνών. Έχασε μικρός τους γονείς του και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των γονιών της μητέρας …   Dictionary of Greek

  • Ίντερνετ — (Internet). Παγκόσμιο δίκτυο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών υπολογιστών και δικτύων υπολογιστών. Ενώνει υπολογιστές και δίκτυα που είναι εγκατεστημένα σε πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, επιχειρήσεις, νοσοκομεία, κρατικούς οργανισμούς, ερευνητικά ινστιτούτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”