ὀχάνη

ὀχάνη

ὀχάνη, ἡ, = Folgdm, Plut. Cleom. 11, τὴν ἀσπίδα φορεῖν δι' ὀχάνης, μὴ διὰ πόρπακος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οχάνη — ὀχάνη, ἡ (Α) όχανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω (Ι)* + κατάλ. άνη (πρβλ. χοάνη)] …   Dictionary of Greek

  • ὀχάνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάναις — ὀχάνη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνην — ὀχάνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνης — ὀχάνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωχάνης — κατωχάνης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η λαβή τού τρυπανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀχάνη «λαβή» (< ἔχω), με αλλαγή γένους. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • προχάνη — και δωρ. τ. προχάνα, ἡ, Α πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός διαλεκτικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. παράγεται από ένα ρ. προχαίνω με σημ. «προφασίζομαι», το οποίο, όμως, δεν μαρτυρείται πουθενά. Κατ άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”