παχύ-σαρκος

παχύ-σαρκος

παχύ-σαρκος, dickfleischig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

  • ισχνόσαρκος — η, ο (Μ ἰσχνόσαρκος, ον) αυτός που έχει ισχνές σάρκες, λιπόσαρκος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • καλόσαρκος — η, ο (Μ καλόσαρκος, ο[ν]) νεοελλ. αυτός που έχει καλή σάρκα, με την έννοια ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του μσν. αυτός που έχει ωραία σάρκα, εύσαρκος, καλοκάμωτος, καλοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • εύσαρκος — η, ο (ΑΜ εὔσαρκος, ον) νεοελλ. πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός μσν. συμμετρικός στο σώμα μσν. αρχ. αυτός τού οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση αρχ. (για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σαρκος… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλόσαρκος — κρυσταλλόσαρκος, η, ον (Μ) αυτός που η σάρκα του είναι διάφανη και λαμπερή σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + σαρκος (< σάρξ, κός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • παχύσαρκος — η, ο / παχύσαρκος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει παχιά σάρκα, υπέρμετρη ανάπτυξη τού λιπώδους ιστού, χοντρός, ευτραφής, παχύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • πλατύσαρκος — ον, Α αυτός που έχει πληθωρικές σάρκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • πολύσαρκος — η, ο / πολύσαρκος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σάρκες, ο πολύ παχύς, ευτραφής, παχύσαρκος μσν. μτφ. ο πολύ ανόητος, κουτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • υγρόσαρκος — η, ο / ὑγρόσαρκος, ον, ΝΑ αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει υγρές σάρκες, πλαδαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + σαρκος (< σαρξ, σαρ κός), πρβλ. παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”