παχύ-στομος

παχύ-στομος

παχύ-στομος, 1) mit dickem od. breitem Munde von einem Pokale mit breitem, lippenähnlichem Rande oder weiter Mündung, Henioch. bei Athen XI, 483 e. – 2) übertragen: breit, grob aussprechend, Strab.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παχύστομος — η, ο / παχύστομος, ον, ΝΑ 1. (για φιάλη) αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμιο, πλατύστομος 2. (για πρόσ.) μτφ. (ιδίως για βαρβάρους) αυτός που προφέρει τις λέξεις με παχιά, τραχιά προφορά νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλατύ στόμα με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”