- ὀχηματικός
ὀχηματικός, zum Fahrzeuge gehörig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀχηματικός, zum Fahrzeuge gehörig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οχηματικός — ὀχηματικός, ή, όν (Α) [όχημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όχημα, μεταφορικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀχηματικόν περιληπτική ονομασία τών ιππέων, τών αμαξαγωγών και τών οδηγών ελεφάντων 3. φρ. «ὀχηματικὴ δύναμις» η έφιππη δύναμη, το ιππικό … Dictionary of Greek
ὀχηματικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχηματικόν — ὀχηματικός of masc acc sg ὀχηματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχηματικοῖς — ὀχηματικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχηματικῆς — ὀχηματικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)