- ἀχθεινός
ἀχθεινός (ἄχϑος), lästig, unangenehm, Eur. Hipp. 94 Hec. 1222; Xen. Mem. 4, 8, 1. – Adv., οὐκ ἀχϑεινῶς εἶδεν, nicht ungern, Xen. Hell. 4, 8, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχθεινός (ἄχϑος), lästig, unangenehm, Eur. Hipp. 94 Hec. 1222; Xen. Mem. 4, 8, 1. – Adv., οὐκ ἀχϑεινῶς εἶδεν, nicht ungern, Xen. Hell. 4, 8, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αχθεινός — ἀχθεινός, ή, όν (Α) [άχθος] επαχθής, φορτικός … Dictionary of Greek
ἀχθεινός — burdensome masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθεινά — ἀχθεινός burdensome neut nom/voc/acc pl ἀχθεινά̱ , ἀχθεινός burdensome fem nom/voc/acc dual ἀχθεινά̱ , ἀχθεινός burdensome fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθεινότερον — ἀχθεινός burdensome adverbial comp ἀχθεινός burdensome masc acc comp sg ἀχθεινός burdensome neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθεινόν — ἀχθεινός burdensome masc acc sg ἀχθεινός burdensome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθεινότατα — ἀχθεινός burdensome adverbial superl ἀχθεινός burdensome neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθεινότατον — ἀχθεινός burdensome masc acc superl sg ἀχθεινός burdensome neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθειναί — ἀχθεινός burdensome fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθεινοῖς — ἀχθεινός burdensome masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθεινοῖσι — ἀχθεινός burdensome masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθεινοῦ — ἀχθεινός burdensome masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)