- ὀχλ-αγωγός
ὀχλ-αγωγός, den großen Haufen, das Volk zusammenführend, zusammenrottend, das Volk um sich her versammelnd, um ihm ein Schauspiel zu geben, der Marktschreier, Sp., wie Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀχλ-αγωγός, den großen Haufen, das Volk zusammenführend, zusammenrottend, das Volk um sich her versammelnd, um ihm ein Schauspiel zu geben, der Marktschreier, Sp., wie Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμαγωγός — κοσμαγωγός, όν (Μ) 1. (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει κόσμο, επιβατηγός 2. αυτός που οδηγεί τον κόσμο, ο κοσμαγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. οχλ αγωγός, υδρ αγωγός] … Dictionary of Greek
σκυλαγωγός — ὁ, Μ αυτός που οδηγούσε τους σκύλους στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + ἀγωγός (< ἄγω «οδηγώ»), πρβλ. ὀχλ αγωγός] … Dictionary of Greek