- ἀ-χανδής
ἀ-χανδής, ές, arm, l. d. Anacr. 55, app. Mehlhorn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-χανδής, ές, arm, l. d. Anacr. 55, app. Mehlhorn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χανδῆς — χανδός yawning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυχανδής — εὐρυχανδής, ές (Μ) ο ευρυχαδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευ χανδής, περι χανδής] … Dictionary of Greek
ευχανδής — εὐχανδής, ές (Α) ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χανδής (< χαίνω), πρβλ. ευρυ χανδής, περι χανδής] … Dictionary of Greek
περιχανδής — ες, Α αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χανδής (< χανδάνω «χωρώ, περιλαμβάνω»), πρβλ. ευ χανδής] … Dictionary of Greek
πολυχανδής — ές, ΜΑ 1. (κυρίως για υδροφόρα αγγεία) αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, που χωράει πολλά 2. ευρύχωρος, φαρδύς («λαιμὸς πολυχανδής», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευρυ χανδής] … Dictionary of Greek
βουχανδής — βουχανδής, ές (Α) (για λέβητα) αυτός που χωράει ένα ολόκληρο βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + χανδής < χανδάνω «χωράω, περιλαμβάνω»] … Dictionary of Greek
χανδός — ή, όν, Α αυτός που έχει μεγάλη οπή («ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. σχηματισμένος από το επίρρ. χανδόν] … Dictionary of Greek