- ἀχαιΐνη
ἀχαιΐνη, ἡ, eine Art großer Brote, die zu den Thesmophorien gebacken wurden, Ath. III, 109 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχαιΐνη, ἡ, eine Art großer Brote, die zu den Thesmophorien gebacken wurden, Ath. III, 109 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αχαΐνης — ἀχαΐνης, ο (θηλ. ἀχαΐνη και ἀχαιΐνη και ἀχαιϊνέη, η) ελάφι δύο ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο άγνωστης προελεύσεως. Θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί παράγωγο της λ. Αχαΐα, αν ληφθεί υπ όψιν ότι το είδος αυτό θα ήταν συχνό στην περιοχή] … Dictionary of Greek