ἀ-χαλκέω

ἀ-χαλκέω

ἀ-χαλκέω, keinen χαλκοῦς haben, ganz ohne Geld sein, Lucill. 47 (XI, 154).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκέῳ — χάλκεος of copper masc/neut dat sg (epic) χάλκεος of copper masc/fem/neut dat sg χαλκοῦς of copper masc/neut dat sg (epic) χαλκοῦς of copper masc dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκέωι — χαλκέῳ , χάλκεος of copper masc/neut dat sg (epic) χαλκέῳ , χάλκεος of copper masc/fem/neut dat sg χαλκέῳ , χαλκοῦς of copper masc/neut dat sg (epic) χαλκέῳ , χαλκοῦς of copper masc dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • καυτήρας — ο (ΑΜ καυτήρ, ῆρος) [καίω] μετάλλινο εργαλείο ειδικό για καυτηριάσεις μσν. αρχ. το έγκαυμα από καυτηρίαση, το στίγμα που αφήνει ο καυτηριασμός («ὁ δὲ τύπος τοῡ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που καίει, καυστικός («ταύρῳ χαλκέῳ… …   Dictionary of Greek

  • χαλκούς — ή, ούν / χαλκοῡς, ῆ, οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, έα και ιων. τ. έη, ον, θηλ. και ος, και επικ. τ. χάλκειος, είη, ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, ΐη, ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, ία, ον, Α (λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις …   Dictionary of Greek

  • ԴԱՐԲՆԵՄ — (եցի.) NBH 1 0604 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ն.չ. χαλκέω Դարբնութիւն առնել. շինել կամ թեքել ինչ որպէս դարբին. *Մեծատունն չգիտէ դարբնել. Ոսկ. մ. ՟Բ. 24: *Դարբնել եւ հիւսնել. Նիւս. կուս.: *Մինչդեռ ի պէտս ինչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • χαλκέων — χάλκεος of copper fem gen pl (epic) χάλκεος of copper masc/neut gen pl (epic) χάλκεος of copper masc/fem/neut gen pl χαλκεύς coppersmith masc gen pl χαλκέω̆ν , χαλκεύς coppersmith masc gen pl χαλκοῦς of copper fem gen pl (epic) χαλκοῦς of copper… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκέως — χάλκεος of copper adverbial (epic doric ionic aeolic) χάλκεος of copper masc acc pl (doric) χάλκεος of copper adverbial χάλκεος of copper masc/fem acc pl (doric) χαλκέω̆ς , χαλκεύς coppersmith masc gen sg χαλκεύς coppersmith masc nom sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”