- ἀχύρινος
ἀχύρινος, von Spreu, φλόξ Plut. Symp. 3, 10, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχύρινος, von Spreu, φλόξ Plut. Symp. 3, 10, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αχύρινος — η, ο και αχυρένιος, α, ο (Α ἀχύρινος, η, ο) νεοελλ. φτιαγμένος από άχυρο αρχ. φρ. «ἀχυρίνη φλόξ» φλόγα που άναψε με άχυρα ως προσάναμμα … Dictionary of Greek
ἀχυρίνης — ἀχύρινος fed by chaff fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… … Dictionary of Greek