ὀχύρωμα

ὀχύρωμα

ὀχύρωμα, τό, das Befestigte, fester Ort, Sp., wie N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀχύρωμα — stronghold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχύρωμα — το (Α ὀχύρωμα [οχυρώ] οχυρωμένη τοποθεσία, οχυρό νεοελλ. συνεκδ. τεχνικό έργο που εξασφαλίζει την αμυντική ικανότητα μιας θέσης …   Dictionary of Greek

  • οχύρωμα — το, ατος έργο τεχνικό που κάνει ασφαλή έναν τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σερμπεντζές — Οχύρωμα της Αθήνας επί Τουρκοκρατίας. Ξεκινούσε ΝΑ της Ακρόπολης και κάλυπτε ένα τεράστιο τμήμα της πόλης. Το Νοέμβριο του 1821 το κατέλαβαν οι έλληνες επαναστάτες …   Dictionary of Greek

  • ὀχυρωμάτων — ὀχύρωμα stronghold neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώμασι — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώμασιν — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματα — ὀχύρωμα stronghold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματι — ὀχύρωμα stronghold neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματος — ὀχύρωμα stronghold neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταποτειχίζω — ἀνταποτειχίζω (Α) χτίζω οχύρωμα για ν’ αντιμετωπίσω άλλο οχύρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”