- παυσί-πονος
παυσί-πονος, Arbeit, Mühe, Drangsal lindernd; δουλείας παυσίπονος, Eur. I. T. 451; vgl. Ar. Ran. 1321.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυσί-πονος, Arbeit, Mühe, Drangsal lindernd; δουλείας παυσίπονος, Eur. I. T. 451; vgl. Ar. Ran. 1321.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσοπόνος — θαλασσοπόνος, ον (Μ ο ναυτικός ή ο ψαράς που μοχθεί, που κοπιάζει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πόνος (< πόνος «κόπος, μόχθος»), πρβλ. παυσί πονος, φυγό πονος] … Dictionary of Greek
λυσίπονος — η, ο (AM λυσίπονος, ον) αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον κολλύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πόνος (πρβλ. δορί πονος, παυσί πονος)] … Dictionary of Greek
ρυσίπονος — ον, Α αυτός που ελευθερώνει, που ανακουφίζει από τους κόπους, από τις ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. παυσί πονος] … Dictionary of Greek
φερέπονος — η, ο / φερέπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που υπομένει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός, υπομονητικός αρχ. 1. αυτός που προξενεί κόπους και ταλαιπωρίες, ο αίτιος δυστυχίας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φερέπονον η φερεπονία. επίρρ... φερεπόνως Μ με… … Dictionary of Greek
φυγόπονος — η, ο / φυγόπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την εργασία, οκνηρός, τεμπέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + πόνος (πρβλ. μισό πονος, παυσί πονος)] … Dictionary of Greek
ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… … Dictionary of Greek