- παυσί-κακος
παυσί-κακος, Uebel stillend, beendigend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυσί-κακος, Uebel stillend, beendigend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλαξίκακος — ον, Μ αυτός που παίρνει προληπτικά μέτρα, που φυλάγεται από το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φυλάσσω + κακός (πρβλ. μνησίκακος, παυσί κακος)] … Dictionary of Greek