- παυσ-άνεμος
παυσ-άνεμος, den Wind stillend oder beruhigend, ϑυσία, Aesch. Ag. 222.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυσ-άνεμος, den Wind stillend oder beruhigend, ϑυσία, Aesch. Ag. 222.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισάνεμος — ἰσάνεμος, ον (Α) ταχύς σαν τον άνεμο («τὸν ἰσάνεμόν τε ποδοῑν Ἀχιλῆα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. αλεξ άνεμος, παυσ άνεμος] … Dictionary of Greek
επίφορος — ο (Α ἐπίφορος, ον) [επιφέρω] νεοελλ. ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο τού πλοίου, κν. άνεμος τής φούσκας αρχ. 1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.] 2. (για… … Dictionary of Greek
παυσάνεμος — ον, Α αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + ἄνεμος, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek