- παυρίδιος
παυρίδιος, poet. statt παῠρος, wenig, von der Zeit, Hes. O. 135, im neutr. παυρίδιον als adv., ein klein wenig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυρίδιος, poet. statt παῠρος, wenig, von der Zeit, Hes. O. 135, im neutr. παυρίδιον als adv., ein klein wenig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυρίδιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυρίδιος — ίη, ον, Α υποκορ. μικρός, λίγος, βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος + επίθημα ίδιος. Το επίθ. έχει χρονική σημ. και έχει σχηματιστεί κατά τα επίσης χρονικά ἀΐδιος, αἰφνίδιος] … Dictionary of Greek
παυρίδιον — παυρίδιος masc acc sg παυρίδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)