- παυράκις
παυράκις, wie ὀλιγάκις, wenige Male, selten, auch παυράκι, Theogn. 859.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυράκις, wie ὀλιγάκις, wenige Male, selten, auch παυράκι, Theogn. 859.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυράκις — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀλιγάκις ἢ οὐδὲν ὅλως». [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πολλ άκις)] … Dictionary of Greek
παυρακίς — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Πέμπτη» στη Σαμοθράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το επίθ. παῦρος παραμένει όμως δυσερμήνευτη] … Dictionary of Greek