- παυστικός
παυστικός, = dem Vorhergehenden, δίψης, E. M. 543, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυστικός, = dem Vorhergehenden, δίψης, E. M. 543, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυστικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυστικός — ή, όν, Α [παύω] ο κατάλληλος για κατάπαυση ή ανακούφιση, ο παυστήριος* («παυστικός δίψης», Μέγα Ετυμολογικόν) … Dictionary of Greek
παυστικά — παυστικός neut nom/voc/acc pl παυστικά̱ , παυστικός fem nom/voc/acc dual παυστικά̱ , παυστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυστικόν — παυστικός masc acc sg παυστικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυστικοῦ — παυστικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυστικήν — παυστικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυστικῶς — παυστικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek