- ἀ-φόρητος
ἀ-φόρητος, 1) unerträglich, κρυμός, χειμών, Her. 4, 28. 7, 188. So Thuc. 4, 126 u. Folgde. Im compar., Dem. 21, 46. – 2) ungetragen, von Kleidern, schlechtes W., Luc. Lexiphan. 9; Ath. III, 98 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φόρητος, 1) unerträglich, κρυμός, χειμών, Her. 4, 28. 7, 188. So Thuc. 4, 126 u. Folgde. Im compar., Dem. 21, 46. – 2) ungetragen, von Kleidern, schlechtes W., Luc. Lexiphan. 9; Ath. III, 98 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φορητός — borne masc nom sg φορητός borne masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητός — ή, ό / φορητός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ος Α [φορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τόν μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.) αρχ. 1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ. β. «ἄστρα φορητά» οι… … Dictionary of Greek
φορητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται, να μετακομίζεται, ο μετακινητός: Το πολυβόλο είναι φορητό όπλο. 2. αυτός που εύκολα μεταφέρεται, ευκολομετακόμιστος: Αυτή η τηλεόραση είναι φορητή. 3. αυτός που βαστάζεται, που υποβαστάζεται, βασταχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορητότερον — φορητός borne adverbial comp φορητός borne masc acc comp sg φορητός borne neut nom/voc/acc comp sg φορητός borne adverbial comp φορητός borne masc acc comp sg φορητός borne neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητά — φορητός borne neut nom/voc/acc pl φορητά̱ , φορητός borne fem nom/voc/acc dual φορητά̱ , φορητός borne fem nom/voc sg (doric aeolic) φορητός borne neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητόν — φορητός borne masc acc sg φορητός borne neut nom/voc/acc sg φορητός borne masc/fem acc sg φορητός borne neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητότατον — φορητός borne masc acc superl sg φορητός borne neut nom/voc/acc superl sg φορητός borne masc acc superl sg φορητός borne neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητῶν — φορητός borne fem gen pl φορητός borne masc/neut gen pl φορητός borne masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητοῖς — φορητός borne masc/neut dat pl φορητός borne masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητοί — φορητός borne masc nom/voc pl φορητός borne masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητοῦ — φορητός borne masc/neut gen sg φορητός borne masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)