- ἀφ-όδευμα
ἀφ-όδευμα, τό, der Stuhlgang, Schol. Nic. Erkl. von ἀφόρδιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφ-όδευμα, τό, der Stuhlgang, Schol. Nic. Erkl. von ἀφόρδιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όδευμα — το (Α ὅδευμα) [οδεύω] οδοιπο ρία, ταξίδι νεοελλ. (σε οχυρωματικά ή αμυντικά έργα) σήραγγα ή τάφρος μέσα από την οποία περνούν οι οπλίτες, δίοδος επικοινωνίας … Dictionary of Greek
όδευση — η (Α ὅδευσις) [οδεύω] 1. πορεία, οδοιπορία 2. διέλευση νεοελλ. 1. (σε περιόδους πολέμου ή πολιορκίας) α) πορεία διά μέσου οδευμάτων β) διάνοιξη οδεύμα τος 2. μέθοδος τής γεωδαισίας και τής τοπογραφίας για τον προσδιορισμό τών γεωγραφικών… … Dictionary of Greek