ἀφόρδιον, τό, = ἀφόδευμα, Nic. Th. 692 Al. 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφόρδιον — excrement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόρδια — ἀφόρδιον excrement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)