- ἀ-ταμίευτος
ἀ-ταμίευτος, 1) nicht gut verwaltet, nicht gespart, Philo. – 2) nicht sparend, verschwenderisch, Plut. educ. lib. 15. – Adv. ἀταμιεύτως, ταῖς ὀργαῖς χρῆσϑαι Plat. Legg. IX, 867 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-ταμίευτος, 1) nicht gut verwaltet, nicht gespart, Philo. – 2) nicht sparend, verschwenderisch, Plut. educ. lib. 15. – Adv. ἀταμιεύτως, ταῖς ὀργαῖς χρῆσϑαι Plat. Legg. IX, 867 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευταμίευτος — εὐταμίευτος, ον (Α) 1. αυτός στον οποίο εύκολα γίνεται η αποταμίευση, αυτός που έχει μικρή χωρητικότητα 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που διορθώνεται εύκολα 3. (για οσμές, αρώματα) αυτός που δεν εξατμίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταμιευτος… … Dictionary of Greek