- ἀ-ταξία
ἀ-ταξία, ἡ, Unordnung, Thuc 2, 91 u. sonst bei Folgdn; bes. Mangel an Disciplin beim Heere, Her. 6, 11; Xen. Hell. 3, 1, 7; oft mit ἀκολασία vrbdn, z. B. Plat. Crit. 53 a. Dah. = Verwirrung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-ταξία, ἡ, Unordnung, Thuc 2, 91 u. sonst bei Folgdn; bes. Mangel an Disciplin beim Heere, Her. 6, 11; Xen. Hell. 3, 1, 7; oft mit ἀκολασία vrbdn, z. B. Plat. Crit. 53 a. Dah. = Verwirrung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταξία — η, Ν βιολ. η τάξη … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
-taxy — ˈtaksē, si noun combining form ( es) Etymology: Greek taxia, from taktos (verbal of tassein to arrange, order) + ia y more at tactics : taxis epitaxy … Useful english dictionary
anthotaxy — Bot. rare. (ˈænθəʊtæksɪ) [f. as prec. + ταξία arrangement, f. τάσσ ειν to arrange.] Arrangement of flowers according to their inflorescence. Gray Bot. Text bk. 141 … Useful english dictionary