αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… … Dictionary of Greek
ἀταλός — tender masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άταλος — η, ο αυτός που δεν συμπλήρωσε την ανάπτυξή του, αδύνατος, τρυφερός («άταλο μωρό», «άταλο πουλάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αταλός, με αρχαίο, αναλογικό αναβιβασμό του τόνου] … Dictionary of Greek
ἀταλά — ἀταλός tender neut nom/voc/acc pl ἀταλά̱ , ἀταλός tender fem nom/voc/acc dual ἀταλά̱ , ἀταλός tender fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλαί — ἀταλός tender fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλοί — ἀταλός tender masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλούς — ἀταλός tender masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλᾶν — ἀταλός tender masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλᾶς — ἀταλός tender fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλῇσι — ἀταλός tender fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλῇσιν — ἀταλός tender fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)