- ἀ-τείχιστος
ἀ-τείχιστος, nicht mit Mauern umgeben, unbefestigt, Thuc. 1, 2 Xen. u. sonst; auch = nicht durch Verschanzungen abgesperrt, nicht blokirt, Thuc. 1, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-τείχιστος, nicht mit Mauern umgeben, unbefestigt, Thuc. 1, 2 Xen. u. sonst; auch = nicht durch Verschanzungen abgesperrt, nicht blokirt, Thuc. 1, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευτείχιστος — η, ο (Α εὐτείχιστος, ον) ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός νεοελλ. αυτός που τειχίζεται καλά, εύκολα, με επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τειχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α τείχιστος, θαλασσο τείχιστος] … Dictionary of Greek
θαλασσοτείχιστος — θαλασσοτείχιστος, ον (Α) αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + τείχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α τείχιστος, ευαπο τείχιστος] … Dictionary of Greek
θεοτείχιστος — θεοτείχιστος, ον (Μ) ο προστατευόμενος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τείχιστος (< τειχίζω < τείχος), πρβλ. α τείχιστος, θαλασσο τείχιστος] … Dictionary of Greek