ἀ-τελής

ἀ-τελής

ἀ-τελής, ές, 1) ohne Ende, nicht ausgeführt, οὐκ ἀτελὴς ϑάνατος μνηστῆρσι γένοιτο Od. 17, 546; λόγος Plat. Prot. 314 c u. öfter; εἰρήνη ἀτελὴς ἐγένετο, kam nicht zu Stande, Xen. Hell. 4, 8, 15; vergeblich, nichts ausrichtend, νόος Pind. N. 3, 40; vgl. P. 5, 62; εὐχή Soph. Phil. 771; vgl. El. 1000; ὑδρεῖαι Δα-ναΐδων Plat. Axioch. 371 e; ὁμολογία, nicht gehaltener Vertrag, Legg. XI, 920 d; καὶ ἄκυρος δίκη XII, 954 e; καὶ ἄκυρος σῶσαι Andoc. 4, 9; c. gen., τῆς τοῠ ὄντος ϑέας Plat. Phaedr. 248 b; τοῠ ἔργου Dion. Hal. 8, 57; unendlich, neben ἄπειρος Plat. Phil. 24 b. – 2) unvollkommen, νίκη Thuc. 8, 27; Ggstz τέλειος, γένεσις Arist. Eth. Nic. 10, 3, vgl. 1, 5. – 3) frei von Staatslasten u. Abgaben, χώρην ἀτελέα νέμονται Her. 3, 97. 160; καρπῶν 6, 46; τριηραρχίας Dem. Lpt. 27; ἀτελῆ σῖτον ἐξάγειν Dem. 34, 36; vgl. Pol. 22, 26; μνᾶ ἀτελής Xen. Vect. 4, 15 Dem. 27, 9. 28, 12, wovon weiter kein Abzug stattfindet, also reiner Gewinn. – Auch = ohne Aufwand, Ael. Dion. bei Eust. 881, 26; ἀτελὲς δεῖπνον Amphis Ath. X, 421 a. – 4) uneingeweiht, ἱερῶν H. h. Cer. 481.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Τέλης — Τέλευς masc nom pl Τέλευς masc nom/voc pl Τέλης masc acc pl (attic epic doric) Τέλης masc nom/voc pl (doric aeolic) Τέλης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλης — Κυνικός φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. από τα Μέγαρα. Έγραψε: Περί του μη είναι τέλος ηδονήν, Περί αυτάρκειας, Περί φυγής, Περί πλούτου και αρετής, Περί περιστάσεων κ.ά. Τα αποσπάσματα των έργων του που σώθηκαν, εκδόθηκαν από τον Γερμανό ελληνιστή Ο …   Dictionary of Greek

  • τελῇς — τελέω fulfil pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλης — τελέω fulfil imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσιν — Τέλης masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσσι — Τέλης masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέεσσιν — Τέλης masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελῶν — Τέλης masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλεα — Τέλης masc acc sg (epic ionic) Τελέης masc voc sg Τελέης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλους — Τέλης masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”