- ὀ-τρυγη-φάγος
ὀ-τρυγη-φάγος, = τρυγηφάγος, Archil. frg. 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀ-τρυγη-φάγος, = τρυγηφάγος, Archil. frg. 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυγηφάγος — και ὀτρυγηφάγος, ον, Α αυτός που τρέφεται με τρύγη*, με δημητριακά, σιτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + φάγος*. Η λ. απαντά και με τις μορφές ὀτρυγηφάγος και ἀτρυγηφάγος, οι οποίες παραμένουν δυσερμήνευτες (βλ. και λ. τρύγη)] … Dictionary of Greek
θριποφάγος — θριποφάγος, ον (Α) σκουληκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίψ, ιπός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. ακανθο φάγος, τρυγη φάγος] … Dictionary of Greek