- ὀτρυντήρ
ὀτρυντήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀτρυντήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οτρυντήρ — ὀτρυντήρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κήρυξ, κελευστής, σαλπιγκτήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα τήρ (πρβλ. οξυν τήρ)] … Dictionary of Greek