- ἀ-τρυγές
ἀ-τρυγές, μέλι, nicht eingesammelt, Antiphil. 30 (VII, 622).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-τρυγές, μέλι, nicht eingesammelt, Antiphil. 30 (VII, 622).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρύγες — τρύξ wine not yet fermented and racked off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμφυλίτης — ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, ίτιδος, Α νεοελλ. (ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος αρχ. 1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό 2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για… … Dictionary of Greek
τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek