- ἀστερο-σκοπία
ἀστερο-σκοπία, ἡ, Sternbeschauung, Sext. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστερο-σκοπία, ἡ, Sternbeschauung, Sext. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεοσκοπία — η ο έλεγχος τής κατάστασης τών σφαγίων από αρμόδιες αγορανομικές και αστυκτηνιατρικές υπηρεσίες για τη διαπίστωση τής καταλληλότητάς του για κατανάλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + σκοπία (< σκόπος < σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. αστερο σκοπία … Dictionary of Greek