- ἀστερο-σκόπος
ἀστερο-σκόπος, ὁ, Sternseher, Sterndeuter, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστερο-σκόπος, ὁ, Sternseher, Sterndeuter, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημεροσκόπος — ἡμεροσκόπος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμεροσκόπος φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις τού εχθρού κατά τη διάρκεια τής ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.) αρχ. επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν» … Dictionary of Greek
λιμενοσκόπος — Προσωνυμία της Εκάτης, την οποία θεωρούσαν φύλακα και προστάτισσα των λιμανιών. Με την ίδια προσωνυμία λατρευόταν ο Δίας και ο Απόλλων σε διάφορες πόλεις, ως προστάτες των λιμανιών τους. * * * λιμενοσκόπος, ον (Α) (επίκληση τού Διός, τής… … Dictionary of Greek
ωροσκόπος — ο / ὡροσκόπος, ον, ΝΑ το αρσ. ως ουσ. αστρολ. αυτός που, παρατηρώντας το ωροσκόπιο κάποιου, προλέγει το μέλλον του αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωροσκόπηση 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὡροσκόπος η ερμηνεία τής τύχης από την παρατήρηση τής… … Dictionary of Greek
ιχνοσκοπώ — ἰχνοσκοπῶ, έω (Α) παρατηρώ τα ίχνη, εξετάζω τα ίχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + σκοπῶ (< σκοπος < σκοπός), πρβλ. αστερο σκοπώ, οιωνο σκοπώ] … Dictionary of Greek
κεραυνοσκοπείον — κεραυνοσκοπεῑον, τὸ (Α) μηχάνημα με το οποίο παραγόταν τεχνητά η βροντή κεραυνού στη σκηνή τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + σκοπεῖον (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστερο σκοπείον, μετεωρο σκοπείον] … Dictionary of Greek
κρεοσκοπία — η ο έλεγχος τής κατάστασης τών σφαγίων από αρμόδιες αγορανομικές και αστυκτηνιατρικές υπηρεσίες για τη διαπίστωση τής καταλληλότητάς του για κατανάλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + σκοπία (< σκόπος < σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. αστερο σκοπία … Dictionary of Greek
μαγνητοσκοπώ — εγγράφω με τη χρησιμοποίηση μαγνητοσκοπίου εικόνες και ήχους τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήτης + σκοπώ (< σκοπός) πρβλ. αστερο σκοπώ, βολιδο σκοπώ] … Dictionary of Greek
πτηνοσκοπείο — το, Ν (βιολ. ζωολ.) πρόσφορη θέση ή σταθμός για την επισκόπηση τής κίνησης τών αποδημητικών πτηνών και την τοποθέτηση δακτυλίων για εξακρίβωση τής πορείας τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + σκοπείο (< σκόπος), πρβλ. αστερο σκοπείο] … Dictionary of Greek