- ἀστεροπή
ἀστεροπή, ἡ, Blitz, Hom. Iliad. 13, 242 ἀστεροπῇ ἐναλίγκιος, 14, 386 εἴκελον ἀστεροπῇ, u. als v. l., neben ὥς τε στεροπή, ὡς ἀστεροπή Iliad. 10, 154; vgl. στεροπή, ἀστραπή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστεροπή, ἡ, Blitz, Hom. Iliad. 13, 242 ἀστεροπῇ ἐναλίγκιος, 14, 386 εἴκελον ἀστεροπῇ, u. als v. l., neben ὥς τε στεροπή, ὡς ἀστεροπή Iliad. 10, 154; vgl. στεροπή, ἀστραπή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστεροπῇ — ἀστεροπή lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροπή — lightning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστερόπη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστερόπῃ — Ἀστερόπη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστεροπή — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κεβρήνα, ποτάμιου θεού, σύζυγος του Αίσακου, γιου του Πριάμου και της πρώτης συζύγου του Αρίσβης. Όταν πέθανε, τη θρήνησε τόσο ο σύζυγός της, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε πουλί. 2.… … Dictionary of Greek
ἀστεροπαῖς — ἀστεροπή lightning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροπαί — ἀστεροπή lightning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροπῆς — ἀστεροπή lightning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροπῇσι — ἀστεροπή lightning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροπῇσιν — ἀστεροπή lightning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροπήν — ἀστεροπή lightning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)