ἀστερο-φεγγής

ἀστερο-φεγγής

ἀστερο-φεγγής, ές, sternglänzend, Orph. H. 3; Nonn. D. 1, 463.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηλιοφεγγής — ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστερο φεγγής, νυκτερο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • πυριφεγγής — και πυροφεγγής, ές, Α αυτός που φέγγει, που λάμπει σαν τη φωτιά, πυραυγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αστερο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • πυρσοφεγγής — ές, Μ αυτός που καίγεται με φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αστερο φεγγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”