ὀστρακῖτις

ὀστρακῖτις

ὀστρακῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λίϑος, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οστρακίτις — ὀστρακῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) κατώτερη ποικιλία τής καδμ(ε)ίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα ῖτις (πρβλ. λιμν ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”