ὀστρακ-ώδης

ὀστρακ-ώδης

ὀστρακ-ώδης, ες, scherbenartig, Theophr., = ὀστρακῖτις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κομμιωματώδης — ες 1. ο σχετικός με το κομμίωμα 2. φρ. «κομμιωματώδες υγρό» το υγρό που παράγεται από τα κομμιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμίωμα, τ ος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, οστρακ ώδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”