- ἀστραβεύω
ἀστραβεύω, Plat. com. bei Poll. 7, 186, ein Saumthier reiten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστραβεύω, Plat. com. bei Poll. 7, 186, ein Saumthier reiten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αστραβεύω — ἀστραβεύω (Α) [αστράβη] καβαλικεύω μουλάρι … Dictionary of Greek
ἀστραβεύειν — ἀστραβεύω ride a mule pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστράβη — η (AM ἀστράβη) αρχ. μσν. 1. το σαμάρι του μουλαριού 2. ο σκελετός του σαμαριού 3. το μουλάρι νεοελλ. εσωτερική ενίσχυση του σκελετού του σκάφους. αρχ. είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος, πιθ. ξένης προέλευσης. Η … Dictionary of Greek