- ὀστρακο-ποιός
ὀστρακο-ποιός, irdene Geschirre machend, der Töpfer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστρακο-ποιός, irdene Geschirre machend, der Töpfer, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek