ὀστρακηρός

ὀστρακηρός

ὀστρακηρός, von der Art od. Beschaffenheit irdener Geschirre; – ζῷα ὀστρακηρά, Schaalthiere, Arist. H. A. 4, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οστρακηρός — ὀστρακηρός, ά, όν (Α) αυτός που έχει οστράκινο περίβλημα, οστρακόδερμος («ὀστρακηρὰ ζῷα» τα οστρακόδερμα, Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. ηρός (πρβλ. αιχμ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • ὀστρακηρά — ὀστρακηρός of the nature of earthenware neut nom/voc/acc pl ὀστρακηρά̱ , ὀστρακηρός of the nature of earthenware fem nom/voc/acc dual ὀστρακηρά̱ , ὀστρακηρός of the nature of earthenware fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακηρῶν — ὀστρακηρός of the nature of earthenware fem gen pl ὀστρακηρός of the nature of earthenware masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακηροῖς — ὀστρακηρός of the nature of earthenware masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”