- ἀστραγαλῖνος
ἀστραγαλῖνος, ὁ, Distelfink (ποικιλίς), Opp. Ix. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστραγαλῖνος, ὁ, Distelfink (ποικιλίς), Opp. Ix. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστραγαλῖνοι — ἀστραγαλῖνος goldfinch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλῖνον — ἀστραγαλῖνος goldfinch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγαλίνος — και στραγάλινος, ὁ, Α το πουλί καρδερίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀστραγαλῖνος «καρδερίνα» (πιθ. < ἀστράγαλος)] … Dictionary of Greek