ὀρθίασμα

ὀρθίασμα

ὀρθίασμα, τό, die laut erhobene Stimme, der Ruf, Schrei, Ar. Ach. 1006.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορθίασμα — ὀρθίασμα, τὸ (Α) [ορθιάζω] 1. υψηλός τόνος φωνής, ομιλία με δυνατή φωνή, κραυγή 2. στον πληθ. τὰ ὀρθιάσματα διαταγές που δίνονται μεγαλοφώνως …   Dictionary of Greek

  • ὀρθιασμάτων — ὀρθίασμα a high pitch of voice neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”