- ὀρθίας
ὀρθίας, ὁ, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθίας, ὁ, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθίας — ὀρθίας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «ἱστὸς νεώς» β) μτφ. το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ορθίαξ «κατώτατο μέρος τού ιστού τού πλοίου» (< ὄρθιος)] … Dictionary of Greek
Ὀρθίας — Ὀρθίᾱς , Ὀρθία fem acc pl Ὀρθίᾱς , Ὀρθία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίας — ὀρθίᾱς , ὄρθιος straight up fem acc pl ὀρθίᾱς , ὄρθιος straight up fem gen sg (attic doric aeolic) ὀρθίᾱς , ὀρθιάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Σκιέρεια — Αρχαία ελληνική γιορτή, που γινόταν, κάθε τρία χρόνια, στην Αλέα της Αρκαδίας, για να τιμηθεί ο Διόνυσος. Στη γιορτή αυτή, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου των Δελφών, μαστίγωναν μέσα στο ναό και μπροστά στο άγαλμα του θεού, τις γυναίκες, όπως… … Dictionary of Greek
άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής … Dictionary of Greek
αταξία — (Ιατρ). Η διαταραχή της εναρμόνισης των μυϊκών συσπάσεων με συνέπεια τη δυσχέρεια στη διατήρηση σταθερής όρθιας θέσης (στατική α.) και στην ορθή εκτέλεση κινήσεων των άκρων, εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της μυϊκής δύναμης που πρέπει να… … Dictionary of Greek
διαμαστίγωση — η (Α διαμαστίγωσις, εως) [διαμαστιγώ] σκληρή μαστίγωση, σκληρό μαστίγωμα αρχ. «διαμαστίγωσις μέχρι θανάτου» πολλές φορές μαστίγωση τών εφήβων τής Σπάρτης πάνω στον βωμό τής Όρθιας Αρτέμιδος κατά την ετήσια εορτή τής θεάς … Dictionary of Greek