- ὀρθίαξ
ὀρθίαξ, ᾱκος, ὁ, der untere Theil des Mastbaums; Epich. bei Poll. 10, 134; Drac. 19, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθίαξ, ᾱκος, ὁ, der untere Theil des Mastbaums; Epich. bei Poll. 10, 134; Drac. 19, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθίαξ — ὀρθίαξ, ακος, ὁ (Α) το κατώτατο μέρος τού ιστού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. νέ αξ)] … Dictionary of Greek
ορθίας — ὀρθίας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «ἱστὸς νεώς» β) μτφ. το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ορθίαξ «κατώτατο μέρος τού ιστού τού πλοίου» (< ὄρθιος)] … Dictionary of Greek