ὀρθο-δαής

ὀρθο-δαής

ὀρθο-δαής, ές, recht wissend, erfahren, Aesch. Ag. 993.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλινδαής — παλινδαής, ές (Α) αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού αμάρτυρου *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • πανδαής — ές, Μ πολύ μορφωμένος, παντογνώστης, πάνσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • παντοδαής — ές, Α αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοδαής — ές, Α πρωτόπειρος, αρχάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω», βλ. και το ομόρριζο διδάσκω), πρβλ. ὀρθο δαής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”