- ὀρθο-βουλία
ὀρθο-βουλία, ἡ, der rechte Rath, Polem. physiogn. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθο-βουλία, ἡ, der rechte Rath, Polem. physiogn. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενοβουλία — κενοβουλία, ἡ (Α) το να σκέπτεται κάποιος κενά, κούφια, η κουφόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + βουλία (< βουλος < βουλεύω), πρβλ. βραδυ βουλία, ορθο βουλία] … Dictionary of Greek