- ὀρθο-γώνιος
ὀρθο-γώνιος, grad-, rechtwinklig, τρίγωνον, Tim. Locr. 98 a, wie Ath. X, 418 f u. Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθο-γώνιος, grad-, rechtwinklig, τρίγωνον, Tim. Locr. 98 a, wie Ath. X, 418 f u. Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισογώνιος — α, ο (Α ἰσογώνιος, ον) αυτός που έχει ίσες τις γωνίες («ισογώνιο τρίγωνο») νεοελλ. φρ. «ισογώνια γραμμή ή καμπύλη» καμπύλη που σε μετεωρολογικό χάρτη ενώνει τόπους που παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γώνιος (< … Dictionary of Greek
φιλογώνιος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει να ζει σε μια γωνία, να ζει σε απόλυτη ησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γωνιος (< γωνία), πρβλ. ὀρθο γώνιος] … Dictionary of Greek